τετραημερία

τετραημερία
η
1.χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών.
2. αμοιβή για εργασία τεσσάρων ημερών: Πληρώθηκα τετραημερία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τετραημερία — η, Ν 1. χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών 2. αμοιβή για εργασία τεσσάρων ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραήμερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

  • τετραμερία — (I) ἡ, Α [τετραμερής] σχηματισμός σε τέσσερεις ομάδες. (II) η, Ν βλ. τετραημερία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”